- νεολέκτου
- νεόλεκτοςnewly enlistedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεολεξία — (I) η το να λέει κανείς κάτι καινούργιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεόλεκτος (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Χιώτη]. (II) νεολεξία, ἡ (Α) [νεόλεκτος] η κατάσταση τού νεολέκτου … Dictionary of Greek